μήκος κύματος

μήκος κύματος
Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές- κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω - κάτω την ελεύθερη άκρη ενός σχοινιού, η άλλη άκρη του οποίου είναι πακτωμένη στον απέναντι τοίχο), τότε το κάθε ένα σημείο της χορδής θα ταλαντώνεται, γύρω από τη θέση ισορροπίας, εκτελώντας μια απλή αρμονική κίνηση. Η μορφή της χορδής, για κάθε χρονική στιγμή, θα είναι ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα στο χώρο (ημίτονο). Η απόσταση που ορίζεται ως μ.κ., είναι εκείνη μεταξύ δύο σημείων, τα οποία βρίσκονται στις αντίστοιχες θέσεις (για παράδειγμα, στις μέγιστες) δυο διαδοχικών επαναλήψεων της κυματομορφής. Άλλο παράδειγμα αποτελούν τα κύματα που δημιουργούνται στη ελεύθερη επιφάνεια ενός υγρού, όταν προκληθεί μια διαταραχή. Το μ.κ. θα είναι, για παράδειγμα, η απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές κορυφές ή κοιλίες . Η κυματομορφή, σε κάθε περίπτωση, οδεύει με μια ταχύτητα u καλύπτοντας, μέσα σε χρόνο μιας περιόδου T, απόσταση ίση με ένα μήκος κύματος. Θεωρώντας σταθερή την ταχύτητα διάδοσης u γράφουμε λ = u · Τ και με δεδομένο ότι η περίοδος Τ του κύματος είναι το αντίστροφο της συχνότητας (T = 1/ν) οδηγούμαστε στη θεμελιώδη εξίσωση των κυμάτων u = λ · ν, που συνδέει την ταχύτητα διάδοσης με τα θεμελιώδη μεγέθη του μ.κ. και της συχνότητας. Η γνώση αυτών των τριών μεγεθών αρκεί για να περιγράψουμε κάθε κύμα. Το μ.κ. αποτελεί συχνά κριτήριο για ταξινόμηση των κυμάτων, καθώς οι διαφορετικές τιμές του προσδίδουν στα κύματα διαφορετικές ιδιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα οποία διακρίνονται σε μεσαία, βραχέα, μικροκύματα κ.ά., ανάλογα με τις τιμές που λαμβάνει το μ.κ. αυτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο κύματος — Η φανταστική επιφάνεια ενός κύματος, που ορίζεται από τον γεωμετρικό τόπο όλων των σημείων, τα οποία πάλλονται στην ίδια σταθερή φάση. Με άλλα λόγια, σε κάθε χρονική στιγμή, όλα τα σημεία που ανήκουν στο μ.κ. βρίσκονται στο ίδιο μέρος του κύκλου… …   Dictionary of Greek

  • περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • Κόμπτον, Άρθουρ Χόλι — (Arthur Holly Compton, Γκούστερ, Οχάιο 1892 – 1962). Αμερικανός φυσικός. Διετέλεσε καθηγητής, από το 1920, στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον του Σεντ Λούις και από το 1923 στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Σε αυτόν οφείλεται η ανακάλυψη του φαινομένου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”